ιδιοσυγκρασία

ιδιοσυγκρασία
1) caractère
2) tempérament

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσυγκρασία — η ιδιαίτερη οργανική ή ψυχολογική σύσταση: Έχει ασθενική ιδιοσυγκρασία. – Είναι ζωηρός από ιδιοσυγκρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδιοσυγκρασίας — ἰδιοσυγκρασίᾱς , ἰδιοσυγκρασία peculiar temperament fem acc pl ἰδιοσυγκρασίᾱς , ἰδιοσυγκρασία peculiar temperament fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοσυγκρασίαν — ἰδιοσυγκρασίᾱν , ἰδιοσυγκρασία peculiar temperament fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοσυγκρασιῶν — ἰδιοσυγκρασία peculiar temperament fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνίνι, Τζαν Λορέντσο — (Gian Lorenzo Bernini, Νάπολη 1598 – Ρώμη 1680). Ιταλός αρχιτέκτονας, γλύπτης, ζωγράφος και σκηνογράφος. Είναι, μαζί με τον Μπορομίνι και τον Ρούμπενς ένας από τους μεγάλους δημιουργούς του μπαρόκ. Εκτός από μια σύντομη περίοδο τον πρώτο καιρό… …   Dictionary of Greek

  • Idiosyncrasy — Idiosyncrasy, from Greek ιδιοσυγκρασία, idiosunkrasia , a peculiar temperament , habit of body ( idios one s own and syn krasis mixture ) is defined as an individualizing quality or characteristic of a person or group, and is often used to… …   Wikipedia

  • Idiosynkratisch — Idiosynkrasie (griechisch ιδιοσυνκρασία, „die Selbst Eigenheit“, „der Selbst Charakter“; idios Eigen, Selbst und syn krasis Mischung, Zusammenmengung) lässt sich am besten mit dem Wort Eigentümlichkeit übersetzen. Je nach Kontext bezeichnet man… …   Deutsch Wikipedia

  • Idiosincrasia — Para otros usos de este término, véase Idiosincrasia (farmacología). La idiosincrasia proviene del griego ἰδιοσυγκρασία; temperamento particular . Palabra que denota: Rasgos, temperamento, carácter, pensamiento, etc. Pueden ser distintivos y… …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”